- τετραπλάσιος
- α, ο [ία, ον] увеличенный в четыре раза, четырёхкратный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τετραπλάσιος — fourfold masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπλάσιος — α, ο / τετραπλάσιος, ία, ον, ΝΑ ο τέσσερεις φορές περισσότερος ή μεγαλύτερος. επίρρ... τετραπλασίως ΝΑ τέσσερεις φορές περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + πλάσιος*] … Dictionary of Greek
τετραπλάσιος — α, ο τέσσερις φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος: Το δώδεκα είναι τετραπλάσιο του τρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τετραπλασίω — τετραπλάσιος fourfold masc/neut nom/voc/acc dual τετραπλάσιος fourfold masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπλασίων — τετραπλάσιος fourfold fem gen pl τετραπλάσιος fourfold masc/neut gen pl τετραπλασίων masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπλασίως — τετραπλάσιος fourfold adverbial τετραπλάσιος fourfold masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπλάσιον — τετραπλάσιος fourfold masc acc sg τετραπλάσιος fourfold neut nom/voc/acc sg τετραπλασίων masc/fem voc sg τετραπλασίων neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπλασίαις — τετραπλάσιος fourfold fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπλασίοις — τετραπλάσιος fourfold masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπλασίου — τετραπλάσιος fourfold masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπλασίους — τετραπλάσιος fourfold masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)